εντερίτιδα

εντερίτιδα
[-ις (-ιδος)] η мед. энтерит, воспаление тонких кишок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εντερίτιδα" в других словарях:

  • εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • εντερίτιδα — η (ιατρ.), καταρροϊκή φλεγμονή του βλεννογόνου υμένα του εντέρου (ιδίως του λεπτού), που συνοδεύεται από διάρροια, πυρετό και κολικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντεριτικός — ή εντεριτιδικός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην εντερίτιδα 2. αυτός που πάσχει από εντερίτιδα …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • εντεριτικός — ή, ό 1. που είναι της εντερίτιδας (βλ. λ.), που αναφέρεται στην εντερίτιδα. 2. αυτός που πάσχει από εντερίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοβακίλλωση — και κολιβακίλλωση, η 1. ιατρ. λοίμωξη που προκαλείται από παθογόνο κολοβακτηρίδιο και η οποία εντοπίζεται συχνά στο πεπτικό σύστημα 2. (κτην.) νόσος διαφόρων κατοικίδιων ζώων που εκδηλώνεται με τρεις κύριες μορφές, την κολοβακτηριακή σηψαιμία,… …   Dictionary of Greek

  • κολοβακτήριο — Κινητό βακτήριο της τάξης των ευβακτηρίων· η επιστημονική του ονομασία είναι Escherichia coli, ενώ παλαιότερα ήταν γνωστό ως Bacterium coli. Έχει ραβδοειδές σχήμα, δεν σχηματίζει σπόρια και είναι αρνητικό κατά Γκραμ. Είναι αερόβιο, ζει όμως και… …   Dictionary of Greek

  • πανλευκοπενία — η (κτην.) η σημαντικότερη ίωση που προσβάλλει τη γάτα, αλλ. πανώλης τής γάτας ή λοιμώδης εντερίτιδα …   Dictionary of Greek

  • πνευμοεντερίτιδα — η, Ν (κτην.) παλιά ονομασία ασθενειών, όπως τής μεταδοτικής πνευμονίας τών χοίρων ή τού αλόγου, η οποία συνδυάζεται πολλές φορές με εντερίτιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumoenteritis (< πνεύμα + εντερίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • σαλμονέλ(λ)ωση — η, Ν 1. ιατρ. γενικός όρος που αναφέρεται στις μολύνσεις από τα βακτήρια τού γένους σαλμονέλ(λ)α, μολύνσεις στις οποίες περιλαμβάνονται ο τυφοειδής και παρατυφοειδής πυρετός, καθώς και μία σειρά τροφικών λοιμώξεων με γαστρεντερική εντόπιση και,… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλίαση — η, Ν 1. (κτην.) παρασιτική νόσος τών κατοικίδιων ζώων που προκαλείται από νηματώδεις σκώληκες τής οικογένειας στρογγυλίδες και άλλων συγγενικών οικογενειών 2. φρ. α) «εντερική στρογγυλίαση» στρογγυλίαση τών ιπποειδών, που παρατηρείται κυρίως στα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»